Definify.com
Definition 2024
κηρύττω
κηρύττω
Greek
Verb
κηρύττω • (kirýtto) (simple past κήρυξα, passive form κηρύττομαι)
- Alternative form of κηρύσσω (kirýsso)
Conjugation
κηρύττω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κηρύττω | κήρυττα | θα κηρύττω | να κηρύττω | |
2s | κηρύττεις | κήρυττες | θα κηρύττεις | να κηρύττεις | κήρυττε |
3s | κηρύττει | κήρυττε | θα κηρύττει | να κηρύττει | |
1p | κηρύττουμε, κηρύττομε | κηρύτταμε | θα κηρύττουμε, κηρύττομε | να κηρύττουμε, κηρύττομε | |
2p | κηρύττετε | κηρύττατε | θα κηρύττετε | να κηρύττετε | κηρύττετε |
3p | κηρύττουν, κηρύττουνε | κήρυτταν, κηρύτταν, κηρύττανε | θα κηρύττουν, κηρύττουνε | να κηρύττουν, κηρύττουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κηρύξω | κήρυξα | θα κηρύξω | να κηρύξω | |
2s | κηρύξεις | κήρυξες | θα κηρύξεις | να κηρύξεις | κήρυξε |
3s | κηρύξει | κήρυξε | θα κηρύξει | να κηρύξει | |
1p | κηρύξουμε, κηρύξομε | κηρύξαμε | θα κηρύξουμε, κηρύξομε | να κηρύξουμε, κηρύξομε | |
2p | κηρύξετε | κηρύξατε | θα κηρύξετε | να κηρύξετε | κηρύξτε |
3p | κηρύξουν, κηρύξουνε | κήρυξαν, κηρύξαν, κηρύξανε | θα κηρύξουν, κηρύξουνε | να κηρύξουν, κηρύξουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κηρύξει | είχα κηρύξει | θα έχω κηρύξει | να έχω κηρύξει | |
2s | έχεις κηρύξει | είχες κηρύξει | θα έχεις κηρύξει | να έχεις κηρύξει | έχε κηρυγμένο |
3s | έχει κηρύξει | είχε κηρύξει | θα έχει κηρύξει | να έχει κηρύξει | |
1p | έχουμε κηρύξει | είχαμε κηρύξει | θα έχουμε κηρύξει | να έχουμε κηρύξει | |
2p | έχετε κηρύξει | είχατε κηρύξει | θα έχετε κηρύξει | να έχετε κηρύξει | έχετε κηρυγμένο |
3p | έχουν κηρύξει | είχαν κηρύξει | θα έχουν κηρύξει | να έχουν κηρύξει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κηρυγμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κηρυγμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κηρυγμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κηρυγμένο | ||||
Participle: | κηρύττοντας | Non-finite ‡ | κηρύξει | 27, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||