Definify.com

Definition 2024


κοιμάω

κοιμάω

Ancient Greek

Verb

κοιμάω (koimáō)

  1. put to sleep, lull

Inflection

Derived terms

  • ἀποκοιμάομαι (apokoimáomai)
  • ἐγκοιμάομαι (enkoimáomai)
  • ἐκκοιμάομαι (ekkoimáomai)
  • ἐπικοιμάομαι (epikoimáomai)
  • κατακοιμάω (katakoimáō)
  • μετακοιμάομαι (metakoimáomai)
  • παρακοιμάομαι (parakoimáomai)
  • περικοιμάομαι (perikoimáomai)
  • προκοιμάομαι (prokoimáomai)
  • συγκοιμάομαι (sunkoimáomai)

Related terms

  • κοίμημα (koímēma)
  • κοίμησις (koímēsis)
  • κοιμίζω (koimízō)

Descendants

References