Definify.com
Definition 2024
κοινωνώ
κοινωνώ
Greek
Alternative forms
- κοινωνάω (koinonáo)
Verb
κοινωνώ • (koinonó) (simple past κοινώνησα, passive form —)
- (Christianity, transitive) receive communion, communicate, take communion
- (Christianity, intransitive) give communion
Conjugation
κοινωνώ, κοινωνάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κοινωνώ, κοινωνάω | κοινωνούσα, κοινώναγα | θα κοινωνώ, θα κοινωνάω | να κοινωνώ, να κοινωνάω | |
2s | κοινωνάς | κοινωνούσες, κοινώναγες | θα κοινωνάς | να κοινωνάς | κοινώνα |
3s | κοινωνά, κοινωνάει | κοινωνούσε, κοινώναγε | θα κοινωνά, θα κοινωνάει | να κοινωνά, να κοινωνάει | |
1p | κοινωνούμε, κοινωνάμε | κοινωνούσαμε, κοινωνάγαμε | θα κοινωνούμε, θα κοινωνάμε | να κοινωνούμε, να κοινωνάμε | |
2p | κοινωνάτε | κοινωνούσατε, κοινωνάγατε | θα κοινωνάτε | να κοινωνάτε | κοινωνάτε |
3p | κοινωνούν, κοινωνούνε, κοινωνάνε, κοινωνάν | κοινωνούσαν, κοινωνούσανε, κοινώναγαν, κοινωνάγανε | θα κοινωνούν, θα κοινωνούνε, θα κοινωνάνε, θα κοινωνάν | να κοινωνούν, να κοινωνούνε, να κοινωνάνε, να κοινωνάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κοινωνήσω | κοινώνησα | θα κοινωνήσω | να κοινωνήσω | |
2s | κοινωνήσεις | κοινώνησες | θα κοινωνήσεις | να κοινωνήσεις | κοινώνησε |
3s | κοινωνήσει | κοινώνησε | θα κοινωνήσει | να κοινωνήσει | |
1p | κοινωνήσουμε, κοινωνήσομε | κοινωνήσαμε | θα κοινωνήσουμε, θα κοινωνήσομε | να κοινωνήσουμε, να κοινωνήσομε | |
2p | κοινωνήσετε | κοινωνήσατε | θα κοινωνήσετε | να κοινωνήσετε | κοινωνήστε |
3p | κοινωνήσουν, κοινωνήσουνε | κοινώνησαν, κοινωνήσανε, κοινωνήσαν | θα κοινωνήσουν, θα κοινωνήσουνε | να κοινωνήσουν, να κοινωνήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κοινωνήσει | είχα κοινωνήσει | θα έχω κοινωνήσει | να έχω κοινωνήσει | |
2s | έχεις κοινωνήσει | είχες κοινωνήσει | θα έχεις κοινωνήσει | να έχεις κοινωνήσει | |
3s | έχει κοινωνήσει | είχε κοινωνήσει | θα έχει κοινωνήσει | να έχει κοινωνήσει | |
1p | έχουμε κοινωνήσει | είχαμε κοινωνήσει | θα έχουμε κοινωνήσει | να έχουμε κοινωνήσει | |
2p | έχετε κοινωνήσει | είχατε κοινωνήσει | θα έχετε κοινωνήσει | να έχετε κοινωνήσει | |
3p | έχουν κοινωνήσει | είχαν κοινωνήσει | θα έχουν κοινωνήσει | να έχουν κοινωνήσει | |
Participle: | κοινωνώντας | Non-finite ‡ | κοινωνήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- κοινωνία f (koinonía, “society, colony, community, communion”)