Definify.com
Definition 2024
κοιτάω
κοιτάω
Greek
Alternative forms
Verb
κοιτάω • (koitáo) (simple past κοίταξα, passive form κοιτιέμαι)
Conjugation
κοιτώ, κοιτάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κοιτώ, κοιτάω (κοιτάζω→ ) | κοιτούσα, κοίταγα | θα κοιτώ, θα κοιτάω | να κοιτώ, να κοιτάω | |
2s | κοιτάς | κοιτούσες, κοίταγες | θα κοιτάς | να κοιτάς | κοίτα, κοίταγε |
3s | κοιτά, κοιτάει | κοιτούσε, κοίταγε | θα κοιτά, θα κοιτάει | να κοιτά, να κοιτάει | |
1p | κοιτούμε, κοιτάμε | κοιτούσαμε, κοιτάγαμε | θα κοιτούμε, θα κοιτάμε | να κοιτούμε, να κοιτάμε | |
2p | κοιτάτε | κοιτούσατε, κοιτάγατε | θα κοιτάτε | να κοιτάτε | κοιτάτε |
3p | κοιτούν, κοιτούνε, κοιτάνε, κοιτάν | κοιτούσαν, κοιτούσανε, κοίταγαν, κοιτάγανε | θα κοιτούν, θα κοιτούνε, θα κοιτάνε, θα κοιτάν | να κοιτούν, να κοιτούνε, να κοιτάνε, να κοιτάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κοιτάξω | κοίταξα | θα κοιτάξω | να κοιτάξω | |
2s | κοιτάξεις | κοίταξες | θα κοιτάξεις | να κοιτάξεις | κοίταξε |
3s | κοιτάξει | κοίταξε | θα κοιτάξει | να κοιτάξει | |
1p | κοιτάξουμε, κοιτάξομε | κοιτάξαμε | θα κοιτάξουμε, θα κοιτάξομε | να κοιτάξουμε, να κοιτάξομε | |
2p | κοιτάξετε | κοιτάξατε | θα κοιτάξετε | να κοιτάξετε | κοιτάξτε, κοιτάχτε |
3p | κοιτάξουν, κοιτάξουνε | κοίταξαν, κοιτάξανε, κοιτάξαν | θα κοιτάξουν, θα κοιτάξουνε | να κοιτάξουν, να κοιτάξουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κοιτάξει | είχα κοιτάξει | θα έχω κοιτάξει | να έχω κοιτάξει | |
2s | έχεις κοιτάξει | είχες κοιτάξει | θα έχεις κοιτάξει | να έχεις κοιτάξει | |
3s | έχει κοιτάξει | είχε κοιτάξει | θα έχει κοιτάξει | να έχει κοιτάξει | |
1p | έχουμε κοιτάξει | είχαμε κοιτάξει | θα έχουμε κοιτάξει | να έχουμε κοιτάξει | |
2p | έχετε κοιτάξει | είχατε κοιτάξει | θα έχετε κοιτάξει | να έχετε κοιτάξει | |
3p | έχουν κοιτάξει | είχαν κοιτάξει | θα έχουν κοιτάξει | να έχουν κοιτάξει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κοιταγμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κοιταγμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κοιταγμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κοιταγμένο | ||||
Participle: | κοιτώντας | Non-finite ‡ | κοιτάξει | 64-αξ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||