Definify.com
Definition 2024
κολλώ
κολλώ
Greek
Alternative forms
- κολλάω (kolláo)
Verb
κολλώ • (kolló) (simple past κόλλησα, passive form κολλιέμαι)
- (transitive) glue, attach, affix, stick
- (transitive, figuratively) infect
- (transitive, figuratively) pester
- (intransitive) be glued, be attached, be affixed, be stuck
- (intransitive, figuratively) be infected
Conjugation
κολλώ, κολλάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κολλώ, κολλάω | κολλούσα, κόλλαγα | θα κολλώ, θα κολλάω | να κολλώ, να κολλάω | |
2s | κολλάς | κολλούσες, κόλλαγες | θα κολλάς | να κολλάς | κόλλα, κόλλαγε |
3s | κολλά, κολλάει | κολλούσε, κόλλαγε | θα κολλά, θα κολλάει | να κολλά, να κολλάει | |
1p | κολλούμε, κολλάμε | κολλούσαμε, κολλάγαμε | θα κολλούμε, θα κολλάμε | να κολλούμε, να κολλάμε | |
2p | κολλάτε | κολλούσατε, κολλάγατε | θα κολλάτε | να κολλάτε | κολλάτε |
3p | κολλούν, κολλούνε, κολλάνε, κολλάν | κολλούσαν, κολλούσανε, κόλλαγαν, κολλάγανε | θα κολλούν, θα κολλούνε, θα κολλάνε, θα κολλάν | να κολλούν, να κολλούνε, να κολλάνε, να κολλάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κολλήσω | κόλλησα | θα κολλήσω | να κολλήσω | |
2s | κολλήσεις | κόλλησες | θα κολλήσεις | να κολλήσεις | κόλλησε, κόλλα |
3s | κολλήσει | κόλλησε | θα κολλήσει | να κολλήσει | |
1p | κολλήσουμε, κολλήσομε | κολλήσαμε | θα κολλήσουμε, θα κολλήσομε | να κολλήσουμε, να κολλήσομε | |
2p | κολλήσετε | κολλήσατε | θα κολλήσετε | να κολλήσετε | κολλήστε |
3p | κολλήσουν, κολλήσουνε | κόλλησαν, κολλήσανε, κολλήσαν | θα κολλήσουν, θα κολλήσουνε | να κολλήσουν, να κολλήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κολλήσει | είχα κολλήσει | θα έχω κολλήσει | να έχω κολλήσει | |
2s | έχεις κολλήσει | είχες κολλήσει | θα έχεις κολλήσει | να έχεις κολλήσει | |
3s | έχει κολλήσει | είχε κολλήσει | θα έχει κολλήσει | να έχει κολλήσει | |
1p | έχουμε κολλήσει | είχαμε κολλήσει | θα έχουμε κολλήσει | να έχουμε κολλήσει | |
2p | έχετε κολλήσει | είχατε κολλήσει | θα έχετε κολλήσει | να έχετε κολλήσει | |
3p | έχουν κολλήσει | είχαν κολλήσει | θα έχουν κολλήσει | να έχουν κολλήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κολλημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κολλημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κολλημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κολλημένο | ||||
Participle: | κολλώντας | Non-finite ‡ | κολλήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||
Derived terms
- οξυγονοκολλώ (oxygonokolló, “to weld”)
- συγκολλώ (synkolló, “to solder”)
- χαλκοκολλώ (chalkokolló, “to braze”)