Definify.com
Definition 2024
λετονικός
λετονικός
Greek
Alternative forms
- λεττονικός (lettonikós)
Adjective
λετονικός • (letonikós) m (feminine λετονική, neuter λετονικό)
Declension
positive forms of λετονικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λετονικός | λετονική | λετονικό | λετονικοί | λετονικές | λετονικά |
genitive | λετονικού | λετονικής | λετονικού | λετονικών | λετονικών | λετονικών |
accusative | λετονικό | λετονική | λετονικό | λετονικούς | λετονικές | λετονικά |
vocative | λετονικέ | λετονική | λετονικό | λετονικοί | λετονικές | λετονικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λετονικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λετονικός, etc.) |
Related terms
- see: Λετονία f (Letonía, “Latvia”)