Definify.com
Definition 2024
λογχοφόρος
λογχοφόρος
Greek
Adjective
λογχοφόρος • (lonchofóros) m (feminine λογχοφόρα, neuter λογχοφόρο)
Declension
positive forms of λογχοφόρος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λογχοφόρος | λογχοφόρα | λογχοφόρο | λογχοφόροι | λογχοφόρες | λογχοφόρα |
genitive | λογχοφόρου | λογχοφόρας | λογχοφόρου | λογχοφόρων | λογχοφόρων | λογχοφόρων |
accusative | λογχοφόρο | λογχοφόρα | λογχοφόρο | λογχοφόρους | λογχοφόρες | λογχοφόρα |
vocative | λογχοφόρε | λογχοφόρα | λογχοφόρο | λογχοφόροι | λογχοφόρες | λογχοφόρα |
Noun
λογχοφόρος • (lonchofóros) m (plural λογχοφόροι)
Declension
declension of λογχοφόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λογχοφόρος | λογχοφόροι |
genitive | λογχοφόρου | λογχοφόρων |
accusative | λογχοφόρο | λογχοφόρους |
vocative | λογχοφόρε | λογχοφόροι |
Synonyms
- ουλάνος m (oulános, “uhlan, lancer”)
Related terms
- λόγχη f (lónchi, “spear”)