Definify.com
Definition 2024
μαγματικός
μαγματικός
Greek
Adjective
μαγματικός • (magmatikós) m (feminine μαγματική, neuter μαγματικό)
Declension
positive forms of μαγματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαγματικός | μαγματική | μαγματικό | μαγματικοί | μαγματικές | μαγματικά |
genitive | μαγματικού | μαγματικής | μαγματικού | μαγματικών | μαγματικών | μαγματικών |
accusative | μαγματικό | μαγματική | μαγματικό | μαγματικούς | μαγματικές | μαγματικά |
vocative | μαγματικέ | μαγματική | μαγματικό | μαγματικοί | μαγματικές | μαγματικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαγματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαγματικός, etc.) |