Definify.com
Definition 2024
μαγνητικός
μαγνητικός
Greek
Adjective
μαγνητικός • (magnitikós) m (feminine μαγνητική, neuter μαγνητικό)
- magnetic, of or pertaining to magnetism.
- (figuratively) mesmerising, attractive (personality)
Declension
positive forms of μαγνητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαγνητικός | μαγνητική | μαγνητικό | μαγνητικοί | μαγνητικές | μαγνητικά |
genitive | μαγνητικού | μαγνητικής | μαγνητικού | μαγνητικών | μαγνητικών | μαγνητικών |
accusative | μαγνητικό | μαγνητική | μαγνητικό | μαγνητικούς | μαγνητικές | μαγνητικά |
vocative | μαγνητικέ | μαγνητική | μαγνητικό | μαγνητικοί | μαγνητικές | μαγνητικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαγνητικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαγνητικός, etc.) |
Derived terms
- μαγνητικό πεδίο n (magnitikó pedío, “magnetic field”)
- μαγνητική ροή f (magnitikí roí, “magnetic flux”)