Definify.com
Definition 2024
μαθηματικά
μαθηματικά
Greek
Noun
μαθηματικά • (mathimatiká) n pl
Declension
μαθηματικά
plural | |
---|---|
nominative | μαθηματικά |
genitive | μαθηματικών |
accusative | μαθηματικά |
vocative | μαθηματικά |
Related terms
- μαθηματικός m, f (mathimatikós, “mathematician”)
- μαθηματικός (mathimatikós, “mathematical”)
See also
- μαθηματικά n pl (mathimatiká, “mathematics”)
- άλγεβρα f (álgevra, “algebra”)
- τριγωνομετρία f (trigonometría, “trigonometry”)
- αριθμητική f (arithmitikí, “arithmetic”)
- γεωμετρία f (geometría, “geometry”)
External links
- μαθηματικά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el