Definify.com
Definition 2024
μετάλλινος
μετάλλινος
See also: μεταλλικός
Greek
Adjective
μετάλλινος • (metállinos) m (feminine μετάλλινη, neuter μετάλλινο)
Declension
positive forms of μετάλλινος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μετάλλινος | μετάλλινη | μετάλλινο | μετάλλινοι | μετάλλινες | μετάλλινα |
genitive | μετάλλινου | μετάλλινης | μετάλλινου | μετάλλινων | μετάλλινων | μετάλλινων |
accusative | μετάλλινο | μετάλλινη | μετάλλινο | μετάλλινους | μετάλλινες | μετάλλινα |
vocative | μετάλλινε | μετάλλινη | μετάλλινο | μετάλλινοι | μετάλλινες | μετάλλινα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μετάλλινος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μετάλλινος, etc.) |
Synonyms
- μεταλλικός (metallikós)