Definify.com
Definition 2024
μεταβλητή
μεταβλητή
Greek
Adjective
μεταβλητή • (metavlití)
- Nominative, accusative and vocative feminine singular form of μεταβλητός (metavlitós).
Noun
μεταβλητή • (metavlití) f (plural μεταβλητές)
- (mathematics) variable a symbol which can be assigned an arbitary value.
Declension
declension of μεταβλητή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μεταβλητή | μεταβλητές |
genitive | μεταβλητής | μεταβλητών |
accusative | μεταβλητή | μεταβλητές |
vocative | μεταβλητή | μεταβλητές |
Antonyms
- σταθερά f (statherá, “constant”)
External links
- μεταβλητή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el