Definify.com
Definition 2024
μεταβλητός
μεταβλητός
Greek
Adjective
μεταβλητός • (metavlitós) m (feminine μεταβλητή, neuter μεταβλητό)
Declension
positive forms of μεταβλητός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεταβλητός | μεταβλητή | μεταβλητό | μεταβλητοί | μεταβλητές | μεταβλητά |
genitive | μεταβλητού | μεταβλητής | μεταβλητού | μεταβλητών | μεταβλητών | μεταβλητών |
accusative | μεταβλητό | μεταβλητή | μεταβλητό | μεταβλητούς | μεταβλητές | μεταβλητά |
vocative | μεταβλητέ | μεταβλητή | μεταβλητό | μεταβλητοί | μεταβλητές | μεταβλητά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεταβλητός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεταβλητός, etc.) |