Definify.com
Definition 2024
μετακομίζω
μετακομίζω
Greek
Verb
μετακομίζω • (metakomízo) (simple past μετακόμισα)
Conjugation
μετακομίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | μετακομίζω | μετακόμίζα | θα μετακομίζω | να μετακομίζω | |
2s | μετακομίζεις | μετακόμίζες | θα μετακομίζεις | να μετακομίζεις | μετακόμίζε |
3s | μετακομίζει | μετακόμίζε | θα μετακομίζει | να μετακομίζει | |
1p | μετακομίζουμε, μετακομίζομε | μετακομίζαμε | θα μετακομίζουμε, μετακομίζομε | να μετακομίζουμε, μετακομίζομε | |
2p | μετακομίζετε | μετακομίζατε | θα μετακομίζετε | να μετακομίζετε | μετακομίζετε |
3p | μετακομίζουν, μετακομίζουνε | μετακόμίζαν, μετακομίζαν, μετακομίζανε | θα μετακομίζουν, μετακομίζουνε | να μετακομίζουν, μετακομίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | μετακομίσω | μετακόμισα | θα μετακομίσω | να μετακομίσω | |
2s | μετακομίσεις | μετακόμισες | θα μετακομίσεις | να μετακομίσεις | μετακόμισε |
3s | μετακομίσει | μετακόμισε | θα μετακομίσει | να μετακομίσει | |
1p | μετακομίσουμε, μετακομίσομε | μετακομίσαμε | θα μετακομίσουμε, μετακομίσομε | να μετακομίσουμε, μετακομίσομε | |
2p | μετακομίσετε | μετακομίσατε | θα μετακομίσετε | να μετακομίσετε | μετακομίστε |
3p | μετακομίσουν, μετακομίσουνε | μετακόμισαν, μετακομίσαν, μετακομίσανε | θα μετακομίσουν, μετακομίσουνε | να μετακομίσουν, μετακομίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω μετακομίσει | είχα μετακομίσει | θα έχω μετακομίσει | να έχω μετακομίσει | |
2s | έχεις μετακομίσει | είχες μετακομίσει | θα έχεις μετακομίσει | να έχεις μετακομίσει | |
3s | έχει μετακομίσει | είχε μετακομίσει | θα έχει μετακομίσει | να έχει μετακομίσει | |
1p | έχουμε μετακομίσει | είχαμε μετακομίσει | θα έχουμε μετακομίσει | να έχουμε μετακομίσει | |
2p | έχετε μετακομίσει | είχατε μετακομίσει | θα έχετε μετακομίσει | να έχετε μετακομίσει | |
3p | έχουν μετακομίσει | είχαν μετακομίσει | θα έχουν μετακομίσει | να έχουν μετακομίσει | |
Participle: | μετακομίζοντας | Non-finite ‡ | μετακομίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||