Definify.com
Definition 2024
μετανοών
μετανοών
Greek
Adjective
μετανοών • (metanoón) m (feminine μετανούσα, neuter μετανούν)
Declension
positive forms of μετανοών
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μετανοών | μετανοούσα | μετανοόν | μετανοόντες | μετανοούσες | μετανοόντα |
genitive | μετανοόντος | μετανοούσης / μετανοούσας | μετανοόντος | μετανοόντων | μετανοουσών | μετανοόντων |
accusative | μετανοόντα | μετανοούσα | μετανοόν | μετανοόντες | μετανοούσες | μετανοόντα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μετανοών, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μετανοών, etc.) |