Definify.com
Definition 2024
μετρητός
μετρητός
Greek
Adjective
μετρητός • (metritós) m (feminine μετρητή, neuter μετρητό)
- measurable, that which can be measured.
Declension
positive forms of μετρητός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μετρητός | μετρητή | μετρητό | μετρητοί | μετρητές | μετρητά |
genitive | μετρητού | μετρητής | μετρητού | μετρητών | μετρητών | μετρητών |
accusative | μετρητό | μετρητή | μετρητό | μετρητούς | μετρητές | μετρητά |
vocative | μετρητέ | μετρητή | μετρητό | μετρητοί | μετρητές | μετρητά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μετρητός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μετρητός, etc.) |
Related terms
- μετρητά n pl (metritá, “cash”)