Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
μητρική_εταιρεία
μητρική εταιρεία
Greek
Noun
μητρική
εταιρεία
•
(
mitrikí etaireía
)
f
(
plural
μητρικές εταιρείες
)
(
finance
)
parent company
Similar Results