Definify.com
Definition 2024
μητρικός
μητρικός
Greek
Adjective
μητρικός • (mitrikós) m (feminine μητρική, neuter μητρικό)
Declension
positive forms of μητρικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μητρικός | μητρική | μητρικό | μητρικοί | μητρικές | μητρικά |
genitive | μητρικού | μητρικής | μητρικού | μητρικών | μητρικών | μητρικών |
accusative | μητρικό | μητρική | μητρικό | μητρικούς | μητρικές | μητρικά |
vocative | μητρικέ | μητρική | μητρικό | μητρικοί | μητρικές | μητρικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μητρικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μητρικός, etc.) |
Related terms
- μητρική κάρτα f (mitrikí kárta, “motherboard”)
- and see: μητέρα f (mitéra, “mother”)