Definify.com
Definition 2024
μικροσκοπικός
μικροσκοπικός
Greek
Adjective
μικροσκοπικός • (mikroskopikós) m (feminine μικροσκοπική, neuter μικροσκοπικό)
Declension
positive forms of μικροσκοπικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μικροσκοπικός | μικροσκοπική | μικροσκοπικό | μικροσκοπικοί | μικροσκοπικές | μικροσκοπικά |
genitive | μικροσκοπικού | μικροσκοπικής | μικροσκοπικού | μικροσκοπικών | μικροσκοπικών | μικροσκοπικών |
accusative | μικροσκοπικό | μικροσκοπική | μικροσκοπικό | μικροσκοπικούς | μικροσκοπικές | μικροσκοπικά |
vocative | μικροσκοπικέ | μικροσκοπική | μικροσκοπικό | μικροσκοπικοί | μικροσκοπικές | μικροσκοπικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μικροσκοπικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μικροσκοπικός, etc.) |