Definify.com
Definition 2024
μονότονος
μονότονος
Greek
Adjective
μονότονος • (monótonos) m (feminine μονότονη, neuter μονότονο)
- (music) monotonous, flat
- dull, boring
Declension
positive forms of μονότονος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μονότονος | μονότονη | μονότονο | μονότονοι | μονότονες | μονότονα |
genitive | μονότονου | μονότονης | μονότονου | μονότονων | μονότονων | μονότονων |
accusative | μονότονο | μονότονη | μονότονο | μονότονους | μονότονες | μονότονα |
vocative | μονότονε | μονότονη | μονότονο | μονότονοι | μονότονες | μονότονα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μονότονος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μονότονος, etc.) |