Definify.com
Definition 2024
μουσικός
μουσικός
Greek
Adjective
μουσικός • (mousikós) m (feminine μουσική, neuter μουσικό)
Declension
positive forms of μουσικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μουσικός | μουσική | μουσικό | μουσικοί | μουσικές | μουσικά |
genitive | μουσικού | μουσικής | μουσικού | μουσικών | μουσικών | μουσικών |
accusative | μουσικό | μουσική | μουσικό | μουσικούς | μουσικές | μουσικά |
vocative | μουσικέ | μουσική | μουσικό | μουσικοί | μουσικές | μουσικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μουσικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μουσικός, etc.) |
Noun
μουσικός • (mousikós) m, f (plural μουσικοί)