Definify.com
Definition 2024
μυρμηκικός
μυρμηκικός
Greek
Adjective
μυρμηκικός • (myrmikikós) m (feminine μυρμηκική, neuter μυρμηκικό)
Declension
positive forms of μυρμηκικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μυρμηκικός | μυρμηκική | μυρμηκικό | μυρμηκικοί | μυρμηκικές | μυρμηκικά |
genitive | μυρμηκικού | μυρμηκικής | μυρμηκικού | μυρμηκικών | μυρμηκικών | μυρμηκικών |
accusative | μυρμηκικό | μυρμηκική | μυρμηκικό | μυρμηκικούς | μυρμηκικές | μυρμηκικά |
vocative | μυρμηκικέ | μυρμηκική | μυρμηκικό | μυρμηκικοί | μυρμηκικές | μυρμηκικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μυρμηκικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μυρμηκικός, etc.) |
Related terms
- μυρμήγκι n (myrmínki, “ant”)
- μυρμηκικό οξύ n (myrmikikó oxý, “formic acid”)