Definify.com
Definition 2024
ναζιστικός
ναζιστικός
Greek
Adjective
ναζιστικός • (nazistikós) m (feminine ναζιστική, neuter ναζιστικό)
Declension
positive forms of ναζιστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ναζιστικός | ναζιστική | ναζιστικό | ναζιστικοί | ναζιστικές | ναζιστικά |
genitive | ναζιστικού | ναζιστικής | ναζιστικού | ναζιστικών | ναζιστικών | ναζιστικών |
accusative | ναζιστικό | ναζιστική | ναζιστικό | ναζιστικούς | ναζιστικές | ναζιστικά |
vocative | ναζιστικέ | ναζιστική | ναζιστικό | ναζιστικοί | ναζιστικές | ναζιστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ναζιστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ναζιστικός, etc.) |
Related terms
- see: ναζισμός m (nazismós, “Nazism”)
External links
- Ναζισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el