Definify.com
Definition 2024
ναρκωτικός
ναρκωτικός
Ancient Greek
Adjective
ναρκωτικός • (narkōtikós)
References
- ναρκωτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «ναρκωτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «ναρκωτικός» in Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [the Lexicon of Byzantine Hellenism, Particularly the 9th-12th Centuries], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften
- narcotic in The Century Dictionary, The Century Co., New York, 1911
Greek
Etymology
From Ancient Greek ναρκῶ (narkô)
Pronunciation
- IPA(key): [naɾkɔtiˈkɔs]
Adjective
ναρκωτικός • (narkotikós) m (feminine ναρκωτική, neuter ναρκωτικό)
Declension
positive forms of ναρκωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ναρκωτικός | ναρκωτική | ναρκωτικό | ναρκωτικοί | ναρκωτικές | ναρκωτικά |
genitive | ναρκωτικού | ναρκωτικής | ναρκωτικού | ναρκωτικών | ναρκωτικών | ναρκωτικών |
accusative | ναρκωτικό | ναρκωτική | ναρκωτικό | ναρκωτικούς | ναρκωτικές | ναρκωτικά |
vocative | ναρκωτικέ | ναρκωτική | ναρκωτικό | ναρκωτικοί | ναρκωτικές | ναρκωτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ναρκωτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ναρκωτικός, etc.) |