Definify.com
Definition 2024
ναυτικός
ναυτικός
Greek
Adjective
ναυτικός • (naftikós) m (feminine ναυτική, neuter ναυτικό)
Declension
positive forms of ναυτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ναυτικός | ναυτική | ναυτικό | ναυτικοί | ναυτικές | ναυτικά |
genitive | ναυτικού | ναυτικής | ναυτικού | ναυτικών | ναυτικών | ναυτικών |
accusative | ναυτικό | ναυτική | ναυτικό | ναυτικούς | ναυτικές | ναυτικά |
vocative | ναυτικέ | ναυτική | ναυτικό | ναυτικοί | ναυτικές | ναυτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ναυτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ναυτικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ναυτικότερος | ναυτικότερη | ναυτικότερο | ναυτικότεροι | ναυτικότερες | ναυτικότερα |
genitive | ναυτικότερου | ναυτικότερης | ναυτικότερου | ναυτικότερων | ναυτικότερων | ναυτικότερων |
accusative | ναυτικότερο | ναυτικότερη | ναυτικότερο | ναυτικότερους | ναυτικότερες | ναυτικότερα |
vocative | ναυτικότερε | ναυτικότερη | ναυτικότερο | ναυτικότεροι | ναυτικότερες | ναυτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ναυτικότερος", etc) |
Noun
ναυτικός • (naftikós) m (plural ναυτικοί)
Declension
declension of ναυτικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ναυτικός | ναυτικοί |
genitive | ναυτικού | ναυτικών |
accusative | ναυτικό | ναυτικούς |
vocative | ναυτικέ | ναυτικοί |
Synonyms
- ναύτης m (náftis)
Related terms
- see: ναύτης m (náftis, “sailor”)