Definify.com
Definition 2024
νηστικός
νηστικός
Greek
Adjective
νηστικός • (nistikós) m (feminine νηστική or νηστικιά, neuter νηστικό)
Declension
positive forms of νηστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νηστικός | νηστική / νηστικιά | νηστικό | νηστικοί | νηστικές | νηστικά |
genitive | νηστικού | νηστικής / νηστικιάς | νηστικού | νηστικών | νηστικών | νηστικών |
accusative | νηστικό | νηστική / νηστικιά | νηστικό | νηστικούς | νηστικές | νηστικά |
vocative | νηστικέ | νηστική / νηστικιά | νηστικό | νηστικοί | νηστικές | νηστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο νηστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο νηστικός, etc.) |
Synonyms
- πεινασμένος (peinasménos, “hungry”)