Definify.com
Definition 2024
νικητήριος
νικητήριος
Greek
Adjective
νικητήριος • (nikitírios) m (feminine νικητήρια, neuter νικητήριο)
Declension
positive forms of νικητήριος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νικητήριος | νικητήρια | νικητήριο | νικητήριοι | νικητήριες | νικητήρια |
genitive | νικητήριου | νικητήριας | νικητήριου | νικητήριων | νικητήριων | νικητήριων |
accusative | νικητήριο | νικητήρια | νικητήριο | νικητήριους | νικητήριες | νικητήρια |
vocative | νικητήριε | νικητήρια | νικητήριο | νικητήριοι | νικητήριες | νικητήρια |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο νικητήριος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο νικητήριος, etc.) |
Related terms
- see: νίκη f (níki, “victory”)