Definify.com
Definition 2024
νυκτόβιος
νυκτόβιος
Greek
Alternative forms
- νυχτόβιος (nychtóvios)
Adjective
νυκτόβιος • (nyktóvios) m (feminine νυκτόβιa, neuter νυκτόβιο)
Declension
positive forms of νυκτόβιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νυκτόβιος | νυκτόβια | νυκτόβιο | νυκτόβιοι | νυκτόβιες | νυκτόβια |
genitive | νυκτόβιου | νυκτόβιας | νυκτόβιου | νυκτόβιων | νυκτόβιων | νυκτόβιων |
accusative | νυκτόβιο | νυκτόβια | νυκτόβιο | νυκτόβιους | νυκτόβιες | νυκτόβια |
vocative | νυκτόβιε | νυκτόβια | νυκτόβιο | νυκτόβιοι | νυκτόβιες | νυκτόβια |
Synonyms
- (night): νυχτερινός (nychterinós)