Definify.com

Definition 2024


νυχτόβιος

νυχτόβιος

Greek

Adjective

νυχτόβιος (nychtóvios) m (feminine νυχτόβιa, neuter νυχτόβιο)

  1. Alternative form of νυκτόβιος (nyktóvios)

Declension