Definify.com
Definition 2024
νότιος
νότιος
Greek
Adjective
νότιος • (nótios) m (feminine νότια, neuter νότιο)
Declension
positive forms of νότιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νότιος | νότια | νότιο | νότιοι | νότιες | νότια |
genitive | νότιου | νότιας | νότιου | νότιων | νότιων | νότιων |
accusative | νότιο | νότια | νότιο | νότιους | νότιες | νότια |
vocative | νότιε | νότια | νότιο | νότιοι | νότιες | νότια |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο νότιος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο νότιος, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νοτιότερος | νοτιότερη | νοτιότερο | νοτιότεροι | νοτιότερες | νοτιότερα |
genitive | νοτιότερου | νοτιότερης | νοτιότερου | νοτιότερων | νοτιότερων | νοτιότερων |
accusative | νοτιότερο | νοτιότερη | νοτιότερο | νοτιότερους | νοτιότερες | νοτιότερα |
vocative | νοτιότερε | νοτιότερη | νοτιότερο | νοτιότεροι | νοτιότερες | νοτιότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο νοτιότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νοτιότατος | νοτιότατη | νοτιότατο | νοτιότατοι | νοτιότατες | νοτιότατα |
genitive | νοτιότατου | νοτιότατης | νοτιότατου | νοτιότατων | νοτιότατων | νοτιότατων |
accusative | νοτιότατο | νοτιότατη | νοτιότατο | νοτιότατους | νοτιότατες | νοτιότατα |
vocative | νοτιότατε | νοτιότατη | νοτιότατο | νοτιότατοι | νοτιότατες | νοτιότατα |
Related terms
- Νότια Αφρική f (Nótia Afrikí, “South Africa”)
Noun
νότιος • (nótios) m (plural νότιοι)
- the ostro (a southerly Mediterranian wind)
Declension
declension of νότιος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | νοτιάς | νοτιάδες |
genitive | νοτιά | νοτιάδων |
accusative | νοτιά | νοτιάδες |
vocative | νοτιά | νοτιάδες |
Synonyms
- όστρια f (óstria)
See also
- Appendix:Greek compass points