Definify.com
Definition 2024
ξένα
ξένα
Greek
Noun
ξένα • (xéna) n pl
- (colloquial) foreign lands (usually in the context of emigration)
- 1965, Stavros Kouyioumtzis (lyrics and music), “Μη μου θυμώνεις, μάτια μου [Do not be angry with me, my dearest]”:
- Μη μου θυμώνεις μάτια μου / που φεύγω για τα ξένα / πουλί θα γίνω και θα ’ρθω / πάλι κοντά σε σένα
- Mi mou thymóneis mátia mou / pou févgo gia ta xéna / poulí tha gíno kai tha ’rtho / páli kontá se séna
- Do not be angry with me, my dearest, / that I am leaving for foreign lands; / I will turn into a bird come / back close to you again.
- Μη μου θυμώνεις μάτια μου / που φεύγω για τα ξένα / πουλί θα γίνω και θα ’ρθω / πάλι κοντά σε σένα
-
Declension
Adjective
ξένα • (xéna)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of ξένος (xénos).