Definify.com
Definition 2024
ξαφνικός
ξαφνικός
Greek
Adjective
ξαφνικός • (xafnikós) m (feminine ξαφνική, neuter ξαφνικό)
Declension
positive forms of ξαφνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξαφνικός | ξαφνική | ξαφνικό | ξαφνικοί | ξαφνικές | ξαφνικά |
genitive | ξαφνικού | ξαφνικής | ξαφνικού | ξαφνικών | ξαφνικών | ξαφνικών |
accusative | ξαφνικό | ξαφνική | ξαφνικό | ξαφνικούς | ξαφνικές | ξαφνικά |
vocative | ξαφνικέ | ξαφνική | ξαφνικό | ξαφνικοί | ξαφνικές | ξαφνικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξαφνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξαφνικός, etc.) |
Related terms
- ξαφνικά (xafniká, “suddenly”)