Definify.com
Definition 2024
ξενοδοχειακός
ξενοδοχειακός
Greek
Adjective
ξενοδοχειακός • (xenodocheiakós) m (feminine ξενοδοχειακή, neuter ξενοδοχειακό)
- hotel-, hotel
- ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις ― xenodocheiakés enkatastáseis ― hotel facilities
- ξενοδοχειακός εξοπλισμός ― xenodocheiakós exoplismós ― hotel equipment
- ξενοδοχειακή αλυσίδα ― xenodocheiakí alysída ― hotel chain
- ξενοδοχειακή μονάδα ― xenodocheiakí monáda ― hotel unit
- ξενοδοχειακές επιχειρήσεις ― xenodocheiakés epicheiríseis ― hotel businesses
Declension
positive forms of ξενοδοχειακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξενοδοχειακός | ξενοδοχειακή | ξενοδοχειακό | ξενοδοχειακοί | ξενοδοχειακές | ξενοδοχειακά |
genitive | ξενοδοχειακού | ξενοδοχειακής | ξενοδοχειακού | ξενοδοχειακών | ξενοδοχειακών | ξενοδοχειακών |
accusative | ξενοδοχειακό | ξενοδοχειακή | ξενοδοχειακό | ξενοδοχειακούς | ξενοδοχειακές | ξενοδοχειακά |
vocative | ξενοδοχειακέ | ξενοδοχειακή | ξενοδοχειακό | ξενοδοχειακοί | ξενοδοχειακές | ξενοδοχειακά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξενοδοχειακός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξενοδοχειακός, etc.) |
Related terms
- ξενοδοχείο n (xenodocheío, “hotel”)
- ξενοδόχος m f (xenodóchos, “hotelier”)