Definify.com

Definition 2024


ξενοδοχειακός

ξενοδοχειακός

Greek

Adjective

ξενοδοχειακός (xenodocheiakós) m (feminine ξενοδοχειακή, neuter ξενοδοχειακό)

  1. hotel-, hotel
    ξενοδοχειακές εγκαταστάσειςxenodocheiakés enkatastáseis ― hotel facilities
    ξενοδοχειακός εξοπλισμόςxenodocheiakós exoplismós ― hotel equipment
    ξενοδοχειακή αλυσίδαxenodocheiakí alysída ― hotel chain
    ξενοδοχειακή μονάδαxenodocheiakí monáda ― hotel unit
    ξενοδοχειακές επιχειρήσειςxenodocheiakés epicheiríseis ― hotel businesses

Declension

Related terms