Definify.com
Definition 2024
ξενυχτώ
ξενυχτώ
Greek
Verb
ξενυχτώ • (xenychtó) (simple past ξενύκτησα, passive form —)
- Alternative form of ξενυχτάω (xenychtáo)
Conjugation
ξενυχτώ, ξενυχτάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξενυχτώ, ξενυχτάω (ξενυχτίζω→ ) | ξενυχτούσα, ξενύχταγα | θα ξενυχτώ, θα ξενυχτάω | να ξενυχτώ, να ξενυχτάω | |
2s | ξενυχτάς | ξενυχτούσες, ξενύχταγες | θα ξενυχτάς | να ξενυχτάς | ξενύχτα, ξενύχταγε |
3s | ξενυχτά, ξενυχτάει | ξενυχτούσε, ξενύχταγε | θα ξενυχτά, θα ξενυχτάει | να ξενυχτά, να ξενυχτάει | |
1p | ξενυχτούμε, ξενυχτάμε | ξενυχτούσαμε, ξενυχτάγαμε | θα ξενυχτούμε, θα ξενυχτάμε | να ξενυχτούμε, να ξενυχτάμε | |
2p | ξενυχτάτε | ξενυχτούσατε, ξενυχτάγατε | θα ξενυχτάτε | να ξενυχτάτε | ξενυχτάτε |
3p | ξενυχτούν, ξενυχτούνε, ξενυχτάνε, ξενυχτάν | ξενυχτούσαν, ξενυχτούσανε, ξενύχταγαν, ξενυχτάγανε | θα ξενυχτούν, θα ξενυχτούνε, θα ξενυχτάνε, θα ξενυχτάν | να ξενυχτούν, να ξενυχτούνε, να ξενυχτάνε, να ξενυχτάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξενυχτήσω | ξενύχτησα | θα ξενυχτήσω | να ξενυχτήσω | |
2s | ξενυχτήσεις | ξενύχτησες | θα ξενυχτήσεις | να ξενυχτήσεις | ξενύχτησε, ξενύχτα |
3s | ξενυχτήσει | ξενύχτησε | θα ξενυχτήσει | να ξενυχτήσει | |
1p | ξενυχτήσουμε, ξενυχτήσομε | ξενυχτήσαμε | θα ξενυχτήσουμε, θα ξενυχτήσομε | να ξενυχτήσουμε, να ξενυχτήσομε | |
2p | ξενυχτήσετε | ξενυχτήσατε | θα ξενυχτήσετε | να ξενυχτήσετε | ξενυχτήστε |
3p | ξενυχτήσουν, ξενυχτήσουνε | ξενύχτησαν, ξενυχτήσανε, ξενυχτήσαν | θα ξενυχτήσουν, θα ξενυχτήσουνε | να ξενυχτήσουν, να ξενυχτήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ξενυχτήσει | είχα ξενυχτήσει | θα έχω ξενυχτήσει | να έχω ξενυχτήσει | |
2s | έχεις ξενυχτήσει | είχες ξενυχτήσει | θα έχεις ξενυχτήσει | να έχεις ξενυχτήσει | |
3s | έχει ξενυχτήσει | είχε ξενυχτήσει | θα έχει ξενυχτήσει | να έχει ξενυχτήσει | |
1p | έχουμε ξενυχτήσει | είχαμε ξενυχτήσει | θα έχουμε ξενυχτήσει | να έχουμε ξενυχτήσει | |
2p | έχετε ξενυχτήσει | είχατε ξενυχτήσει | θα έχετε ξενυχτήσει | να έχετε ξενυχτήσει | |
3p | έχουν ξενυχτήσει | είχαν ξενυχτήσει | θα έχουν ξενυχτήσει | να έχουν ξενυχτήσει | |
Participle: | ξενυχτώντας | Non-finite ‡ | ξενυχτήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||