Definify.com
Definition 2024
ξεψυχώ
ξεψυχώ
Greek
Alternative forms
- ξεψυχάω (xepsycháo)
Verb
ξεψυχώ • (xepsychó) (simple past ξεψύχησα)
- (idiomatic, euphemistic) pass away, pass on, expire, draw one's last breath, bite the dust (to die)
- Ο γνωστός ηθοποιός ξεψύχησε σήμερα το πρωί. ― O gnostós ithopoiós xepsýchise símera to proí. ― The well-known actor passed away this morning.
- (figuratively) to lose one's power, spark or liveliness (due to work, etc)
- Ξεψύχησα από την δουλειά σήμερα. ― Xepsýchisa apó tin douleiá símera. ― Work tired me out today.
- (figuratively, transitive) to torture someone, to give them **** (put them through stress etc)
- Αυτό το παιδί με ξεψυχάει. ― Aftó to paidí me xepsycháei. ― That child will be the death of me.
Conjugation
ξεψυχώ, ξεψυχάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξεψυχώ, ξεψυχάω | ξεψυχούσα, ξεψύχαγα | θα ξεψυχώ, θα ξεψυχάω | να ξεψυχώ, να ξεψυχάω | |
2s | ξεψυχάς | ξεψυχούσες, ξεψύχαγες | θα ξεψυχάς | να ξεψυχάς | ξεψύχα, ξεψύχα |
3s | ξεψυχά, ξεψυχάει | ξεψυχούσε, ξεψύχαγε | θα ξεψυχά, θα ξεψυχάει | να ξεψυχά, να ξεψυχάει | |
1p | ξεψυχούμε, ξεψυχάμε | ξεψυχούσαμε, ξεψυχάγαμε | θα ξεψυχούμε, θα ξεψυχάμε | να ξεψυχούμε, να ξεψυχάμε | |
2p | ξεψυχάτε | ξεψυχούσατε, ξεψυχάγατε | θα ξεψυχάτε | να ξεψυχάτε | ξεψυχάτε |
3p | ξεψυχούν, ξεψυχούνε, ξεψυχάνε, ξεψυχάν | ξεψυχούσαν, ξεψυχούσανε, ξεψύχαγαν, ξεψυχάγανε | θα ξεψυχούν, θα ξεψυχούνε, θα ξεψυχάνε, θα ξεψυχάν | να ξεψυχούν, να ξεψυχούνε, να ξεψυχάνε, να ξεψυχάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξεψυχήσω | ξεψύχησα | θα ξεψυχήσω | να ξεψυχήσω | |
2s | ξεψυχήσεις | ξεψύχησες | θα ξεψυχήσεις | να ξεψυχήσεις | ξεψύχησε, ξεψύχαγε |
3s | ξεψυχήσει | ξεψύχησε | θα ξεψυχήσει | να ξεψυχήσει | |
1p | ξεψυχήσουμε, ξεψυχήσομε | ξεψυχήσαμε | θα ξεψυχήσουμε, θα ξεψυχήσομε | να ξεψυχήσουμε, να ξεψυχήσομε | |
2p | ξεψυχήσετε | ξεψυχήσατε | θα ξεψυχήσετε | να ξεψυχήσετε | ξεψυχήστε |
3p | ξεψυχήσουν, ξεψυχήσουνε | ξεψύχησαν, ξεψυχήσανε, ξεψυχήσαν | θα ξεψυχήσουν, θα ξεψυχήσουνε | να ξεψυχήσουν, να ξεψυχήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ξεψυχήσει | είχα ξεψυχήσει | θα έχω ξεψυχήσει | να έχω ξεψυχήσει | |
2s | έχεις ξεψυχήσει | είχες ξεψυχήσει | θα έχεις ξεψυχήσει | να έχεις ξεψυχήσει | |
3s | έχει ξεψυχήσει | είχε ξεψυχήσει | θα έχει ξεψυχήσει | να έχει ξεψυχήσει | |
1p | έχουμε ξεψυχήσει | είχαμε ξεψυχήσει | θα έχουμε ξεψυχήσει | να έχουμε ξεψυχήσει | |
2p | έχετε ξεψυχήσει | είχατε ξεψυχήσει | θα έχετε ξεψυχήσει | να έχετε ξεψυχήσει | |
3p | έχουν ξεψυχήσει | είχαν ξεψυχήσει | θα έχουν ξεψυχήσει | να έχουν ξεψυχήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ξεψυχημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ξεψυχημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ξεψυχημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ξεψυχημένο | ||||
Participle: | ξεψυχώντας | Non-finite ‡ | ξεψυχήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||