Definify.com
Definition 2024
ξυπνάω
ξυπνάω
Greek
Alternative forms
- ξυπνώ (xypnó)
Verb
ξυπνάω • (xypnáo) (simple past ξύπνησα)
- (intransitive) awake, wake up
- Αύριο θα ξυπνήσω νωρίς. ― Ávrio tha xypníso norís. ― Tomorrow I shall wake up early.
- (transitive) awake, wake up
- Θα ξυπνήσεις το μωρό με τις φωνές σου. ― Tha xypníseis to moró me tis fonés sou. ― You'll wake the baby up with your talking.
- (figuratively) become aware, wake up, awaken
- ξύπνα επιτέλους, η ζωή αλλάζει ― xýpna epitélous, i zoí allázei ― wake up at last, life changes
Conjugation
ξυπνώ, ξυπνάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξυπνώ, ξυπνάω | ξυπνούσα, ξύπναγα | θα ξυπνώ, θα ξυπνάω | να ξυπνώ, να ξυπνάω | |
2s | ξυπνάς | ξυπνούσες, ξύπναγες | θα ξυπνάς | να ξυπνάς | ξύπνα, ξύπναγε |
3s | ξυπνά, ξυπνάει | ξυπνούσε, ξύπναγε | θα ξυπνά, θα ξυπνάει | να ξυπνά, να ξυπνάει | |
1p | ξυπνούμε, ξυπνάμε | ξυπνούσαμε, ξυπνάγαμε | θα ξυπνούμε, θα ξυπνάμε | να ξυπνούμε, να ξυπνάμε | |
2p | ξυπνάτε | ξυπνούσατε, ξυπνάγατε | θα ξυπνάτε | να ξυπνάτε | ξυπνάτε |
3p | ξυπνούν, ξυπνούνε, ξυπνάνε, ξυπνάν | ξυπνούσαν, ξυπνούσανε, ξύπναγαν, ξυπνάγανε | θα ξυπνούν, θα ξυπνούνε, θα ξυπνάνε, θα ξυπνάν | να ξυπνούν, να ξυπνούνε, να ξυπνάνε, να ξυπνάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ξυπνήσω | ξύπνησα | θα ξυπνήσω | να ξυπνήσω | |
2s | ξυπνήσεις | ξύπνησες | θα ξυπνήσεις | να ξυπνήσεις | ξύπνησε, ξύπνα |
3s | ξυπνήσει | ξύπνησε | θα ξυπνήσει | να ξυπνήσει | |
1p | ξυπνήσουμε, ξυπνήσομε | ξυπνήσαμε | θα ξυπνήσουμε, θα ξυπνήσομε | να ξυπνήσουμε, να ξυπνήσομε | |
2p | ξυπνήσετε | ξυπνήσατε | θα ξυπνήσετε | να ξυπνήσετε | ξυπνήστε |
3p | ξυπνήσουν, ξυπνήσουνε | ξύπνησαν, ξυπνήσανε, ξυπνήσαν | θα ξυπνήσουν, θα ξυπνήσουνε | να ξυπνήσουν, να ξυπνήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ξυπνήσει | είχα ξυπνήσει | θα έχω ξυπνήσει | να έχω ξυπνήσει | |
2s | έχεις ξυπνήσει | είχες ξυπνήσει | θα έχεις ξυπνήσει | να έχεις ξυπνήσει | |
3s | έχει ξυπνήσει | είχε ξυπνήσει | θα έχει ξυπνήσει | να έχει ξυπνήσει | |
1p | έχουμε ξυπνήσει | είχαμε ξυπνήσει | θα έχουμε ξυπνήσει | να έχουμε ξυπνήσει | |
2p | έχετε ξυπνήσει | είχατε ξυπνήσει | θα έχετε ξυπνήσει | να έχετε ξυπνήσει | |
3p | έχουν ξυπνήσει | είχαν ξυπνήσει | θα έχουν ξυπνήσει | να έχουν ξυπνήσει | |
Participle: | ξυπνώντας | Non-finite ‡ | ξυπνήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- αγουροξυπνημένος (agouroxypniménos, “half-awake”)