Definify.com
Definition 2024
ξύλινος
ξύλινος
Greek
Adjective
ξύλινος • (xýlinos) m (feminine ξύλινη, neuter ξύλινο)
Declension
positive forms of ξύλινος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξύλινος | ξύλινη | ξύλινο | ξύλινοι | ξύλινες | ξύλινα |
genitive | ξύλινου | ξύλινης | ξύλινου | ξύλινων | ξύλινων | ξύλινων |
accusative | ξύλινο | ξύλινη | ξύλινο | ξύλινους | ξύλινες | ξύλινα |
vocative | ξύλινε | ξύλινη | ξύλινο | ξύλινοι | ξύλινες | ξύλινα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξύλινος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξύλινος, etc.) |
Related terms
- ξύλινα πνευστά n pl (xýlina pnefstá, “woodwind”)