Definify.com

Definition 2024


οικοδομούμαι

οικοδομούμαι

Greek

Verb

οικοδομούμαι (oikodomoúmai) (simple past οικοδομήθηκα, active form οικοδομώ, passive)

  1. passive of οικοδομώ (oikodomó)

Conjugation