Definify.com
Definition 2024
οικοδομούμαι
οικοδομούμαι
Greek
Verb
οικοδομούμαι • (oikodomoúmai) (simple past οικοδομήθηκα, active form οικοδομώ, passive)
- passive of οικοδομώ (oikodomó)
Conjugation
οικοδομούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | οικοδομούμαι | οικοδομιόμουν, οικοδομιόμουνα | θα οικοδομούμαι | να οικοδομούμαι | |
2s | οικοδομείσαι | οικοδομιόσουν, οικοδομιόσουνα | θα οικοδομείσαι | να οικοδομείσαι | — |
3s | οικοδομείται | οικοδομιόταν, οικοδομιότανε | θα οικοδομείται | να οικοδομείται | |
1p | οικοδομούμαστε, οικοδομόμαστε | οικοδομιόμαστε, οικοδομιόμασταν | θα οικοδομούμαστε | να οικοδομούμαστε | |
2p | οικοδομείστε, οικοδομόσαστε | οικοδομιόσαστε, οικοδομιόσασταν | θα οικοδομείστε | να οικοδομείστε | οικοδομείστε |
3p | οικοδομούνται | οικοδομιόνταν, οικοδομιούνταν, οικοδομιόντουσαν, οικοδομιόντανε | θα οικοδομούνται | να οικοδομούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | οικοδομηθώ | οικοδομήθηκα | θα οικοδομηθώ | να οικοδομηθώ | |
2s | οικοδομηθείς | οικοδομήθηκες | θα οικοδομηθείς | να οικοδομηθείς | οικοδομήσου |
3s | οικοδομηθεί | οικοδομήθηκε | θα οικοδομηθεί | να οικοδομηθεί | |
1p | οικοδομηθούμε | οικοδομηθήκαμε | θα οικοδομηθούμε | να οικοδομηθούμε | |
2p | οικοδομηθείτε | οικοδομηθήκατε | θα οικοδομηθείτε | να οικοδομηθείτε | οικοδομηθείτε |
3p | οικοδομηθούν, οικοδομηθούνε | οικοδομήθηκαν, οικοδομηθήκανε, οικοδομηθήκαν | θα οικοδομηθούν, θα οικοδομηθούνε | να οικοδομηθούν, να οικοδομηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω οικοδομηθεί | είχα οικοδομηθεί | θα έχω οικοδομηθεί | να έχω οικοδομηθεί | |
2s | έχεις οικοδομηθεί | είχες οικοδομηθεί | θα έχεις οικοδομηθεί | να έχεις οικοδομηθεί | |
3s | έχει οικοδομηθεί | είχε οικοδομηθεί | θα έχει οικοδομηθεί | να έχει οικοδομηθεί | |
1p | έχουμε οικοδομηθεί | είχαμε οικοδομηθεί | θα έχουμε οικοδομηθεί | να έχουμε οικοδομηθεί | |
2p | έχετε οικοδομηθεί | είχατε οικοδομηθεί | θα έχετε οικοδομηθεί | να έχετε οικοδομηθεί | |
3p | έχουν οικοδομηθεί | είχαν οικοδομηθεί | θα έχουν οικοδομηθεί | να έχουν οικοδομηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | οικοδομηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||