Definify.com
Definition 2024
οικονομάω
οικονομάω
Greek
Verb
οικονομάω • (oikonomáo) (simple past οικονόμησα, passive form οικονομιέμαι)
- Alternative form of οικονομώ (oikonomó)
Conjugation
οικονομώ, οικονομάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | οικονομώ, οικονομάω | οικονομούσα, οικονόμαγα | θα οικονομώ, θα οικονομάω | να οικονομώ, να οικονομάω | |
2s | οικονομάς | οικονομούσες, οικονόμαγες | θα οικονομάς | να οικονομάς | οικονόμα |
3s | οικονομά, οικονομάει | οικονομούσε, οικονόμαγε | θα οικονομά, θα οικονομάει | να οικονομά, να οικονομάει | |
1p | οικονομούμε, οικονομάμε | οικονομούσαμε, οικονομάγαμε | θα οικονομούμε, θα οικονομάμε | να οικονομούμε, να οικονομάμε | |
2p | οικονομάτε | οικονομούσατε, οικονομάγατε | θα οικονομάτε | να οικονομάτε | οικονομάτε |
3p | οικονομούν, οικονομούνε, οικονομάνε, οικονομάν | οικονομούσαν, οικονομούσανε, οικονόμαγαν, οικονομάγανε | θα οικονομούν, θα οικονομούνε, θα οικονομάνε, θα οικονομάν | να οικονομούν, να οικονομούνε, να οικονομάνε, να οικονομάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | οικονομήσω | οικονόμησα | θα οικονομήσω | να οικονομήσω | |
2s | οικονομήσεις | οικονόμησες | θα οικονομήσεις | να οικονομήσεις | οικονόμησε |
3s | οικονομήσει | οικονόμησε | θα οικονομήσει | να οικονομήσει | |
1p | οικονομήσουμε, οικονομήσομε | οικονομήσαμε | θα οικονομήσουμε, θα οικονομήσομε | να οικονομήσουμε, να οικονομήσομε | |
2p | οικονομήσετε | οικονομήσατε | θα οικονομήσετε | να οικονομήσετε | οικονομήστε |
3p | οικονομήσουν, οικονομήσουνε | οικονόμησαν, οικονομήσανε, οικονομήσαν | θα οικονομήσουν, θα οικονομήσουνε | να οικονομήσουν, να οικονομήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω οικονομήσει | είχα οικονομήσει | θα έχω οικονομήσει | να έχω οικονομήσει | |
2s | έχεις οικονομήσει | είχες οικονομήσει | θα έχεις οικονομήσει | να έχεις οικονομήσει | |
3s | έχει οικονομήσει | είχε οικονομήσει | θα έχει οικονομήσει | να έχει οικονομήσει | |
1p | έχουμε οικονομήσει | είχαμε οικονομήσει | θα έχουμε οικονομήσει | να έχουμε οικονομήσει | |
2p | έχετε οικονομήσει | είχατε οικονομήσει | θα έχετε οικονομήσει | να έχετε οικονομήσει | |
3p | έχουν οικονομήσει | είχαν οικονομήσει | θα έχουν οικονομήσει | να έχουν οικονομήσει | |
Participle: | οικονομώντας | Non-finite ‡ | οικονομήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||