Definify.com
Definition 2024
ομογνωμοσύνη
ομογνωμοσύνη
Greek
Noun
ομογνωμοσύνη • (omognomosýni) f (uncountable)
Declension
Declension of ομογνωμοσύνη (omognomosýni)
singular | |
---|---|
nominative | ομογνωμοσύνη |
genitive | ομογνωμοσύνης |
accusative | ομογνωμοσύνη |
vocative | ομογνωμοσύνη |
Synonyms
- ομοφωνία f (omofonía)
Antonyms
- αντιγνωμία f (antignomía)
- ασυμφωνία f (asymfonía)
- διαφωνία f (diafonía)
- διχογνωμία f (dichognomía)