Definify.com
Definition 2024
ονειροπαρμένος
ονειροπαρμένος
Greek
Adjective
ονειροπαρμένος • (oneiroparménos) m (feminine ονειροπαρμένη, neuter ονειροπαρμένο)
- starry-eyed, living in a dream world
Declension
positive forms of ονειροπαρμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ονειροπαρμένος | ονειροπαρμένη | ονειροπαρμένο | ονειροπαρμένοι | ονειροπαρμένες | ονειροπαρμένα |
genitive | ονειροπαρμένου | ονειροπαρμένης | ονειροπαρμένου | ονειροπαρμένων | ονειροπαρμένων | ονειροπαρμένων |
accusative | ονειροπαρμένο | ονειροπαρμένη | ονειροπαρμένο | ονειροπαρμένους | ονειροπαρμένες | ονειροπαρμένα |
vocative | ονειροπαρμένε | ονειροπαρμένη | ονειροπαρμένο | ονειροπαρμένοι | ονειροπαρμένες | ονειροπαρμένα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ονειροπαρμένος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ονειροπαρμένος, etc.) |
Related terms
- see: όνειρο n (óneiro, “dream”)