Definify.com
Definition 2024
ορίζω
ορίζω
See also: ὁρίζω
Greek
Verb
ορίζω • (orízo) (simple past όρισα, passive form ορίζομαι, active)
Conjugation
ορίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | ορίζω | όριζα | θα ορίζω | να ορίζω | |
2s | ορίζεις | όριζες | θα ορίζεις | να ορίζεις | όριζε |
3s | ορίζει | όριζε | θα ορίζει | να ορίζει | |
1p | ορίζουμε, ορίζομε | ορίζαμε | θα ορίζουμε, ορίζομε | να ορίζουμε, ορίζομε | |
2p | ορίζετε | ορίζατε | θα ορίζετε | να ορίζετε | ορίζετε |
3p | ορίζουν, ορίζουνε | όριζαν, ορίζαν, ορίζανε | θα ορίζουν, ορίζουνε | να ορίζουν, ορίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | ορίσω | όρισα | θα ορίσω | να ορίσω | |
2s | ορίσεις | όρισες | θα ορίσεις | να ορίσεις | όρισε |
3s | ορίσει | όρισε | θα ορίσει | να ορίσει | |
1p | ορίσουμε, ορίσομε | ορίσαμε | θα ορίσουμε, ορίσομε | να ορίσουμε, ορίσομε | |
2p | ορίσετε | ορίσατε | θα ορίσετε | να ορίσετε | ορίστε |
3p | ορίσουν, ορίσουνε | όρισαν, ορίσαν, ορίσανε | θα ορίσουν, ορίσουνε | να ορίσουν, ορίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω ορίσει | είχα ορίσει | θα έχω ορίσει | να έχω ορίσει | |
2s | έχεις ορίσει | είχες ορίσει | θα έχεις ορίσει | να έχεις ορίσει | έχε ορισμένο |
3s | έχει ορίσει | είχε ορίσει | θα έχει ορίσει | να έχει ορίσει | |
1p | έχουμε ορίσει | είχαμε ορίσει | θα έχουμε ορίσει | να έχουμε ορίσει | |
2p | έχετε ορίσει | είχατε ορίσει | θα έχετε ορίσει | να έχετε ορίσει | έχετε ορισμένο |
3p | έχουν ορίσει | είχαν ορίσει | θα έχουν ορίσει | να έχουν ορίσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ορισμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ορισμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ορισμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ορισμένο | ||||
Participle: | ορίζοντας | Non-finite ‡ | ορίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- ορίστε (oríste, “here you are!”)