Definify.com
Definition 2024
οργανικός
οργανικός
Greek
Adjective
οργανικός • (organikós) m (feminine οργανική, neuter οργανικό)
Declension
positive forms of οργανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οργανικός | οργανική | οργανικό | οργανικοί | οργανικές | οργανικά |
genitive | οργανικού | οργανικής | οργανικού | οργανικών | οργανικών | οργανικών |
accusative | οργανικό | οργανική | οργανικό | οργανικούς | οργανικές | οργανικά |
vocative | οργανικέ | οργανική | οργανικό | οργανικοί | οργανικές | οργανικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οργανικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οργανικός, etc.) |