Definify.com
Definition 2024
ορεκτικός
ορεκτικός
Greek
Adjective
ορεκτικός • (orektikós) m (feminine ορεκτική, neuter ορεκτικό)
Declension
positive forms of ορεκτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ορεκτικός | ορεκτική | ορεκτικό | ορεκτικοί | ορεκτικές | ορεκτικά |
genitive | ορεκτικού | ορεκτικής | ορεκτικού | ορεκτικών | ορεκτικών | ορεκτικών |
accusative | ορεκτικό | ορεκτική | ορεκτικό | ορεκτικούς | ορεκτικές | ορεκτικά |
vocative | ορεκτικέ | ορεκτική | ορεκτικό | ορεκτικοί | ορεκτικές | ορεκτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ορεκτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ορεκτικός, etc.) |
Related terms
- ορεκτικό n (orektikó, “starter, appetiser, entrée”)
- ορεκτικό ποτό n (orektikó potó, “aperitif”)