Definify.com
Definition 2024
ορθογώνιος
ορθογώνιος
Greek
Adjective
ορθογώνιος • (orthogónios) m (feminine ορθογώνια, neuter ορθογώνιο)
Declension
positive forms of ορθογώνιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ορθογώνιος | ορθογώνια | ορθογώνιο | ορθογώνιοι | ορθογώνιες | ορθογώνια |
genitive | ορθογώνιου | ορθογώνιας | ορθογώνιου | ορθογώνιων | ορθογώνιων | ορθογώνιων |
accusative | ορθογώνιο | ορθογώνια | ορθογώνιο | ορθογώνιους | ορθογώνιες | ορθογώνια |
vocative | ορθογώνιε | ορθογώνια | ορθογώνιο | ορθογώνιοι | ορθογώνιες | ορθογώνια |
Derived terms
- ορθογώνιο τρίγωνο n (orthogónio trígono, “right-angled triangle”)
- ορθογώνιο παραλληλόγραμμο n (orthogónio parallilógrammo, “rectangle”)