Definify.com
Definition 2024
ορθογώνιο_παραλληλόγραμμο
ορθογώνιο παραλληλόγραμμο
Greek
Alternative forms
- ορθογώνιο n (orthogónio)
Noun
ορθογώνιο παραλληλόγραμμο • (orthogónio parallilógrammo) n (plural ορθογώνια παραλληλόγραμμα)
ορθογώνιο παραλληλόγραμμο • (orthogónio parallilógrammo) n (plural ορθογώνια παραλληλόγραμμα)