Definify.com
Definition 2024
παντοτινός
παντοτινός
Greek
Adjective
παντοτινός • (pantotinós) m (feminine παντοτινή, neuter παντοτινό)
Declension
positive forms of παντοτινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παντοτινός | παντοτινή | παντοτινό | παντοτινοί | παντοτινές | παντοτινά |
genitive | παντοτινού | παντοτινής | παντοτινού | παντοτινών | παντοτινών | παντοτινών |
accusative | παντοτινό | παντοτινή | παντοτινό | παντοτινούς | παντοτινές | παντοτινά |
vocative | παντοτινέ | παντοτινή | παντοτινό | παντοτινοί | παντοτινές | παντοτινά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παντοτινός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παντοτινός, etc.) |
See also
- αέναος (aénaos, “perpetual”)