Definify.com
Definition 2024
παράσπονδος
παράσπονδος
Greek
Adjective
παράσπονδος • (paráspondos) m (feminine παράσπονδη, neuter παράσπονδο)
Declension
positive forms of παράσπονδος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παράσπονδος | παράσπονδη | παράσπονδο | παράσπονδοι | παράσπονδες | παράσπονδα |
genitive | παράσπονδου | παράσπονδης | παράσπονδου | παράσπονδων | παράσπονδων | παράσπονδων |
accusative | παράσπονδο | παράσπονδη | παράσπονδο | παράσπονδους | παράσπονδες | παράσπονδα |
vocative | παράσπονδε | παράσπονδη | παράσπονδο | παράσπονδοι | παράσπονδες | παράσπονδα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παράσπονδος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παράσπονδος, etc.) |