Definify.com
Definition 2024
παράφωνος
παράφωνος
Greek
Adjective
παράφωνος • (paráfonos) m (feminine παράφωνη, neuter παράφωνο)
- (music) out of tune, dissonant, discordant
- Μια παλιά παράφωνη κιθάρα. ― Mia paliá paráfoni kithára. ― An old out of tune guitar.
- (of a singer) out of tune, cacophonous
- Γιατί την αφήνεις να τραγουδήσει, είναι παράφωνη; ― Giatí tin afíneis na tragoudísei, eínai paráfoni? ― Why do you let her sing, she's out of tune?
Declension
positive forms of παράφωνος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | παράφωνος | παράφωνη | παράφωνο | παράφωνοι | παράφωνες | παράφωνα |
genitive | παράφωνου | παράφωνης | παράφωνου | παράφωνων | παράφωνων | παράφωνων |
accusative | παράφωνο | παράφωνη | παράφωνο | παράφωνους | παράφωνες | παράφωνα |
vocative | παράφωνε | παράφωνη | παράφωνο | παράφωνοι | παράφωνες | παράφωνα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο παράφωνος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο παράφωνος, etc.) |
Antonyms
- συνηχών (synichón, “consonant”)
- αρμονικός (armonikós, “harmonic”)