Definify.com
Definition 2024
παρακολουθώ
παρακολουθώ
Greek
Verb
παρακολουθώ • (parakolouthó) (simple past παρακολούθησα, passive form παρακολουθούμαι)
Conjugation
παρακολουθώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | παρακολουθώ | παρακολουθούσα | θα παρακολουθώ | να παρακολουθώ | |
2s | παρακολουθείς | παρακολουθούσες | θα παρακολουθείς | να παρακολουθείς | — |
3s | παρακολουθεί | παρακολουθούσε | θα παρακολουθεί | να παρακολουθεί | |
1p | παρακολουθούμε | παρακολουθούσαμε | θα παρακολουθούμε | να παρακολουθούμε | |
2p | παρακολουθείτε | παρακολουθούσατε | θα παρακολουθείτε | να παρακολουθείτε | παρακολουθείτε |
3p | παρακολουθούν, παρακολουθούνε | παρακολουθούσαν, παρακολουθούσανε | θα παρακολουθούν, θα παρακολουθούνε | να παρακολουθούν, να παρακολουθούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | παρακολουθήσω | παρακολούθησα | θα παρακολουθήσω | να παρακολουθήσω | |
2s | παρακολουθήσεις | παρακολούθησες | θα παρακολουθήσεις | να παρακολουθήσεις | παρακολούθησε |
3s | παρακολουθήσει | παρακολούθησε | θα παρακολουθήσει | να παρακολουθήσει | |
1p | παρακολουθήσουμε, παρακολουθήσομε | παρακολουθήσαμε | θα παρακολουθήσουμε, θα παρακολουθήσομε | να παρακολουθήσουμε, να παρακολουθήσομε | |
2p | παρακολουθήσετε | παρακολουθήσατε | θα παρακολουθήσετε | να παρακολουθήσετε | παρακολουθήστε, παρακολουθήσετε |
3p | παρακολουθήσουν, παρακολουθήσουνε | παρακολούθησαν, παρακολουθήσαν, παρακολουθήσανε | θα παρακολουθήσουν, θα παρακολουθήσουνε | να παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω παρακολουθήσει | είχα παρακολουθήσει | θα έχω παρακολουθήσει | να έχω παρακολουθήσει | |
2s | έχεις παρακολουθήσει | είχες παρακολουθήσει | θα έχεις παρακολουθήσει | να έχεις παρακολουθήσει | |
3s | έχει παρακολουθήσει | είχε παρακολουθήσει | θα έχει παρακολουθήσει | να έχει παρακολουθήσει | |
1p | έχουμε παρακολουθήσει | είχαμε παρακολουθήσει | θα έχουμε παρακολουθήσει | να έχουμε παρακολουθήσει | |
2p | έχετε παρακολουθήσει | είχατε παρακολουθήσει | θα έχετε παρακολουθήσει | να έχετε παρακολουθήσει | |
3p | έχουν παρακολουθήσει | είχαν παρακολουθήσει | θα έχουν παρακολουθήσει | να έχουν παρακολουθήσει | |
Participle: | παρακολουθώντας | Non-finite ‡ | παρακολουθήσει | 73, ησ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||